μυρικᾶς
Look at other dictionaries:
μυρικάς — μυρικᾱς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρκος* «άφωνος», τ. σχηματισμένος κατ επίδραση τού μυρίκη «είδος θάμνου»] … Dictionary of Greek
μυρίκας — μυρί̱κᾱς , μυρίκη tamarisk fem acc pl μυρί̱κᾱς , μυρίκη tamarisk fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mū , ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με κλειστά τα χείλη (πρβλ. μῦ, μύω) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mūka «άφωνος» και mukka «στόμα». Ο… … Dictionary of Greek